αμάλακτος

αμάλακτος
και -χτος και -γος, -η, -ο (AM αμάλακτος, -ον)
αυτός που δεν μαλάσσεται, που δεν μπορεί κανείς να τόν κατεργαστεί, ο σκληρός
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μαλάχτηκε με ζύμωση ή άλλη επεξεργασία, ο αμαλάκωτος
2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν γνώρισε ερωτικές θωπείες, άθικτος, ανέπαφος
μσν.
αυτός που δεν έχει αισθήματα, σκληρός, άκαμπτος
αρχ.
1. αμετρίαστος, απόλυτος
2. άκαμπτος, σκληρόκαρδος
3. (για έκφραση ή ομιλία) αδούλευτος, τραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + μαλάσσω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμαλαξιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀμάλακτος — that cannot be softened masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμάλακτον — ἀμάλακτος that cannot be softened masc/fem acc sg ἀμάλακτος that cannot be softened neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαλάκτου — ἀμάλακτος that cannot be softened masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαλάκτους — ἀμάλακτος that cannot be softened masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαλάκτῳ — ἀμάλακτος that cannot be softened masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμάλακτα — ἀμάλακτος that cannot be softened neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμάλαγος — και αναμάλαγος, η, ο βλ. αμάλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μτγν. επιθ. αμάλακτος < α στερητ. + μαλάσσω. ΠΑΡ. νεοελλ. αμαλαγάδα, αμαλαγιά] …   Dictionary of Greek

  • αμάλαχτος — η, ο [αμάλακτος] βλ. αμάλακτος …   Dictionary of Greek

  • αμαλαξιά — η [αμάλακτος] 1. το να μην μπορεί κάτι να μαλαχθεί 2. (για πρόσωπα) απονιά, σκληρότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”